-
1 παρ-εγ-κλίνω
παρ-εγ-κλίνω (s. κλίνω), auf die Seite, schief, abwärts biegen, Hippocr.; auch intrans., μικρὸν εἰς τὸ πλάγιον παρεγκλίνοντα, Arist. H. A. 2, 1; λοξῷ καὶ παρεγκεκλιμένῳ πορείας σχήματι χρώμενον, Plut. Phoc. 2. – Von Wörtern, sie ein wenig verändern, abbeugen, παρεγκλίνοντες τὴν λέξιν ( ἵε παῖ) λέγουσιν ἰὴ παιών, Ath. XV, 701 d.
См. также в других словарях:
παρεγκλίνω — Α [εγκλίνώ] 1. δίνω πλάγια κλίση σε κάτι, τό κάνω να κλίνει προς τα πλάγια 2. τοποθετώ δίπλα ή κοντά σε κάτι 3. κλίνω, γέρνω προς τα πλάγια 4. παρεκκλίνω, αλλάζω πορεία 5. μτφ. παρεκτρέπομαι, περιφέρομαι άσκοπα 6. διαφοροποιώ ελαφρά, αλλάζω κάπως … Dictionary of Greek